- Ἰδογενής
- Ἰδογενής [ῑ], ές,A born on Ida, Orac. ap. Paus.10.12.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιδογενής — ἰδογενής, ές (Α) ο γεννημένος πάνω στο όρος Ίδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ίδη + γενής (< γένος), πρβλ. ευ γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek
Ἰδογενής — born on Ida masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek